- διαφοιβάζω
- διαφοιβάζω,A drive mad,
διαπεφοιβάσθαι κακοῖς S.Aj.332
.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
διαπεφοιβάσθαι κακοῖς S.Aj.332
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
διαφοιβάζω — (Α) κάνω κάποιον μανιακό … Dictionary of Greek
διαπεφοιβάσθαι — διαφοιβάζω drive mad perf inf mp … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)